- φερεστέφανος
- φερεστέφανοςbringing victorymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φερεστέφανος — ον, Α 1. αυτός που φέρνει τη νίκη 2. αυτός που παίρνει το στεφάνι τής νίκης, νικητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + στέφανος (πρβλ. μνησι στέφανος, χρυσο στέφανος)] … Dictionary of Greek
φερεστέφανοι — φερεστέφανος bringing victory masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek